13.2.14

Από γυναίκες, ρε γαμώτο; Του Γιάννη Η. Χάρη

«Δέκα μέρες τώρα μας έχουνε τρελάνει, μετά το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, κλείνουν την Αθήνα, περιφέρουν Αφγανούς, Πακιστανούς, Μπανγκλαντεσιανούς…» Ποιοι; Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Συριζαίοι. Που «όλη μέρα ασχολούνται με τους πρόσφυγες, σε εισαγωγικά, που τελικά είναι άοπλοι εισβολείς, όπλο στα χέρια της Τουρκίας…» Εδώ ο αντισυριζαϊσμός και βεβαίως ο ρατσισμός γίνεται και συνωμοσιολογία, μόνο Εβραίοι δεν προέκυψαν ακόμα. Τίποτα πρωτότυπο, τίποτα καινούριο. Και η συγκεκριμένη δήλωση, γνωστή, από τη Σοφία Βούλτεψη· που δεν είναι και κάποια τυχαία, αλλά κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας. Κι όμως, ή παρότι, επιτρέψτε μου: γυναίκα.

Τι είναι τώρα αλήθεια αυτό; Μπορεί και σεξισμός; ανάποδος; Η άλλη του όψη; Μπορεί. Το να εκπλήσσεται δηλαδή κανείς διπλά, όταν κυνικές, αμοραλιστικές ρατσιστικές δηλώσεις, συμπεριφορές και στάσεις εκπορεύονται από γυναίκες.

Είδα πρόσφατα μια φωτογραφία με χρυσαυγίτες πίσω από ένα γραφείο να χαιρετούν ναζιστικά. Νέοι και νέες, άνθρωποι κανονικοί, υγιείς, μου ’ρχεται να πω, φάτσες ωραίες, χαμογελαστές, ούτε Γερμενήδες, ούτε Παναγιώταροι ή Παππάδες… Και πέφτεις πάλι αφελώς (σεξιστικώς;) από τα σύννεφα: Λες, δηλαδή [και] αυτοί, κυρίως αυτές, τα πιστεύουν αλήθεια όλα αυτά τα ανατριχιαστικά για ανώτερες φυλές και υπάνθρωπους; Και δηλαδή μπορεί και αυτοί, και κυρίως αυτές, να συμμετέχουν και σε τάγματα εφόδου; Μπορεί. Εχει αποδειχτεί.

Ομως τα στερεότυπα: η γυναικεία φύση, η ευαισθησία, όλα αυτά, μια συνεχής ανατροπή… Ανθρωποι, λες, και δεν ματώνουν με το δράμα του συνανθρώπου; Ανθρωποι, και πιο πολύ γυναίκες;

Να, ακόμα και η περιβόητη Σκορδέλη. Τη βλέπεις αρχικά, μια ωραία ξανθιά, λες μόδες κι έρωτες θα ’ναι τα ενδιαφέροντά της (σεξιστικόν!), κι εκείνη κυνηγούσε από γειτονιά σε γειτονιά τους μετανάστες, έτρεχε πρώτη πρώτη στην κάμερα, άνοιγε το στόμα, κι ανατρίχιαζες. Κι η Ζαρούλια, κακά τα ψέματα, μια καλοβαλμένη και καλοντυμένη κυρία βλέπεις, κι ανοίγει το στόμα και…

Κι αν έφτασα στα άκρα, πάμε πίσω στη Βούλτεψη, στην πιο συσταζούμενη, αλίμονο, δεξιά… Και την ακούς, κυρίως αυτό, όχι να τη διαβάσεις μόνο, μα να τη δεις και να την ακούσεις· κι όχι μόνο τα λόγια, μα το ύφος, κυρίως το ύφος. Ή την άλλη. Την Αννα-Μισέλ, ούτε αυτή τυχαία, αλλά εκπρόσωπος Τύπου της Ν.Δ., συνέχεια στα κανάλια, να λέει, να λέει – και πάλι πώς τα λέει!

Κι εσύ πάντα να εκπλήσσεσαι… Και λες, μια κι έφτασες στην Αννα-Μισέλ, που πρόσφατα σ’ ένα κανάλι εξέφρασε την κατανόησή της σε μια διαχειρίστρια πολυκατοικίας, επειδή κι η ίδια έχει διατελέσει διαχειρίστρια και ξέρει καλά τα βάσανα της δουλειάς αυτής· λες, εκτός από διαχειρίστρια: μάνα, σύζυγος, κόρη, αδερφή δεν έχει διατελέσει η Αννα-Μισέλ; Ανθρωπος;

O Εγκέλαδος και το ελαιόλαδο
«Το χτύπημα του Εγκέλαδου», «οι πληγές του Εγκέλαδου» κ.ά., διαβάζω παντού, τώρα με το δράμα στην Κεφαλονιά: να φτύσω στον κόρφο μου, μην τυχόν και βάλω ιδέες σε μερικούς μερικούς να τον ευπρεπίσουν κι αυτόν και ν’ αρχίσουν να λένε: «του Εγκελάδου». Γιατί όμως τότε λένε, αρκετά συχνά: «του ελαιολάδου»;

Ο Εγκέλαδος πέρασε από παλιά στη ζωή μας, και ακολούθησε τον κανόνα για τα πολυσύλλαβα και σύνθετα, που δεν κατεβάζουν τον τόνο στη γενική: έτσι ούτε «του τριανταφύλλου» είπαμε ποτέ, ούτε «του στραβοξύλου»!

Το ελαιόλαδο τώρα, «καινούρια» λέξη, υπόκειται στις καινούριες τάσεις λογιοσύνης, και συχνά μεγαλοπιάνεται στη γενική: «η χρήση του ελαιολάδου», «παραγωγή ελαιολάδου» κ.ά. Αλλά «καινούρια» λέξη; Ναι, καινούρια στην πιάτσα, να εικονογραφεί τα ωραία παιχνίδια της γλώσσας:

Ως λίγα χρόνια πριν, σε συνταγές, βιβλία μαγειρικής, στον λόγο της νοικοκυράς, λάδι σκέτο υπήρχε. Μπήκαν έπειτα στη μέση τα ελαφρότερα σπορέλαια, αραβοσιτέλαια κ.ά., οι συνταγές πάλι προσδιόριζαν: «ένα ποτήρι σπορέλαιο», αλλιώς το λάδι σήμαινε αυτόματα «λάδι ελιάς», ώσπου σιγά σιγά, πάλι σαν από μυστική συμφωνία, εξαπλώθηκε ευρύτατα το ελαιόλαδο.

Είπα «παιχνίδια»: η ελαία είχε γίνει από παλιά ελιά και το έλαιο, λάδι· και ενώ υπήρχε ο ελαιώνας, ο ελαιοπαραγωγός, το ελαιοτριβείο (αλλά και το λιοτρίβι), ελιές τρώγαμε πάντα, και λάδι βάζαμε στο φαγητό. Παραταύτα, τα σύνθετα με το λάδι προτίμησαν τον λόγιο τύπο: το σπορέλαιο και το αραβοσιτέλαιο που είπα, ακόμα και το καλαμποκέλαιο – κι ας είχαν βασανιστεί γενιές ολόκληρες με μουρουνόλαδο, στα μικράτα τους, κι άλλοι, μεγάλοι, με το ρετσινόλαδο.

Και τώρα, λόγιο το πρώτο συνθετικό: ελαιο-, αλλά λαϊκό το δεύτερο: λάδι –αντίθετα δηλαδή με τα έως τώρα σύνθετα, αλλά και με τις τάσεις της εποχής! Ετσι, ελαιόλαδο, αφού δεν θα μπορούσε να είναι λ.χ. «ελαι[ο]έλαιο»!

Ομως, ό,τι χάσαμε από λογιοσύνη, πάμε να το αναπληρώσουμε, με τη γενική «ελαιολάδου».

Ελαιος!

http://www.efsyn.gr/?p=172977

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.