5.2.14

Το γλυκόπικρο ’45

Από τον ΦΙΛΗΜΟΝΑ ΠΑΙΟΝΙΔΗ

Ian Buruma, Year Zero: A History of 1945, Atlantic Books, Λονδίνο 2013, σελ. 370

Το YearZero δεν αποτελεί μια συνηθισμένη ακαδημαϊκή ιστορική μελέτη για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφενός δεν φέρνει στην επιφάνεια άγνωστο αρχειακό υλικό, αφετέρου χρωματίζεται από ένα έντονο προσωπικό στοιχείο. Σημείο αφετηρίας του έργου είναι η ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα στην κατεχόμενη Ουτρέχτη και ειδικότερα του πατέρα του, ο οποίος κατόρθωσε να επιστρέψει σώος μετά τη διετή καταναγκαστική εργασία στο Βερολίνο που του είχαν επιβάλλει οι κατακτητές. Θα ήταν ακριβέστερο να το διαβάσουμε ως μια συγκλονιστική και διαυγή καταγραφή και ανάλυση των νοοτροπιών, των ιδεών και των αντιλήψεων, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, που προκάλεσαν αλλά και προκλήθηκαν από τα φοβερά γεγονότα που συνέβησαν το 1945 σχεδόν σε όλες τις χώρες που ενεπλάκησαν στον πόλεμο. Η χρονιά αυτή επιλέγεται για την καθοριστική συμβολή της στην εκ βάθρων δημιουργία του μεταπολεμικού κόσμου. Εξ ου και ο τίτλος της μελέτης.

Ο Μπουρούμα[1] στο πρώτο μέρος εστιάζει στη σημασία τριών πανίσχυρων αισθημάτων που χαρακτήριζαν στην πλειονότητά τους εκείνους που μόλις είχαν απελευθερωθεί: της αγαλλίασης, της πείνας και της εκδίκησης. Η επιλογή αυτή του δίνει τη δυνατότητα να αναφερθεί, κυρίως μέσα από μαρτυρίες γνωστών και αγνώστων πρωταγωνιστών, σε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως η βραχεία περίοδος χειραφέτησης και σεξουαλικής ελευθεριότητας που βίωσαν πολλές γυναίκες στη Δυτική Ευρώπη με την έλευση των συμμαχικών στρατευμάτων, η απόλυτη αδυναμία μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων (συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και των πρώην κρατουμένων) να συντηρηθούν με δικά τους μέσα και οι ποικίλες μορφές με τις οποίες εκφράστηκαν οι εκδικητικές διαθέσεις των νικητών.

Στο δεύτερο μέρος αναλύει τις προσπάθειες αποκατάστασης του πολιτισμένου βίου και της ομαλότητας (που ωστόσο δεν μπορούσαν να περιλαμβάνουν και την αυτούσια επαναφορά της προπολεμικής τάξης πραγμάτων), καθώς και της τιμωρίας αυτών που τον κατέλυσαν με τόσο τραγικό τρόπο. Εδώ πληροφορούμαστε για τις ακρότητες που σημάδεψαν την ευρείας κλίμακας ανταλλαγή πληθυσμών που πραγματοποιήθηκε τη χρονιά εκείνη, τις όχι πάντα επιτυχείς, έντιμες ή ειλικρινείς προσπάθειες τιμωρίας των δοσιλόγων και των ποικιλόμορφων συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων, καθώς και για τις νομικές δυσκολίες που ανέκυψαν κατά την προσπάθεια κολασμού των εγκληματιών πολέμου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου.

Τέλος, στο τρίτο μέρος ο συγγραφέας προβάλλει τις ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο και τις ενέργειες που αυτές προκάλεσαν. Έτσι, μαθαίνουμε για τις θετικές προσδοκίες που δημιούργησε η άνοδος σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη και οι κοινωνικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις που αυτές επέβαλαν, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των προσπαθειών εκδημοκρατισμού της Γερμανίας και της Ιαπωνίας και της συνακόλουθης εξάλειψης των επιρροών του ναζισμού και του ιαπωνικού μιλιταρισμού, καθώς και για τις ιδέες και τις ζυμώσεις που οδήγησαν στη δημιουργία του ΟΗΕ. Οι ελπίδες αυτές, ωστόσο, σκιάστηκαν και σε μεγάλο βαθμό διαψεύστηκαν με την έλευση του Ψυχρού Πολέμου και των συντηρητικών, διχαστικών, φοβικών και πραγματιστικών αντιλήψεων που αυτός επέβαλε. Για παράδειγμα, οι προτάσεις για κάποια μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης ή για να τεθούν τα πυρηνικά όπλα υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ κατέστησαν από ένα σημείο και μετά αδιανόητες.

Ο Μπουρούμα επιδιώκει να αφήσει τους αναγνώστες να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα και αυτός, εικάζω, είναι ο λόγος που το βιβλίο τελειώνει όπως άρχισε: με ένα ακόμα επεισόδιο από τη ζωή του πατέρα του. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που προκαλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί πάνω σε καίρια ηθικά ζητήματα και προς αυτή την κατεύθυνση θα ήθελα να συνεχίσω.[2] Σε αυτό το πλαίσιο θα παρατηρούσα ότι κατά την περίοδο 1939-1945 το κακό εμφανίστηκε στην πλέον καθαρή μορφή του.Αντίθετα, το καλό μπορεί τελικά να υπερίσχυσε του κακού το 1945, αλλά παρουσιάστηκε αναμεμειγμένο με ισχυρές δόσεις αναγκαίου ή μη αναγκαίου κακού. Εξηγούμαι:

Ο ναζισμός και ο ιαπωνικός μιλιταρισμός, κατά κύριο λόγο, και ο ιταλικός φασισμός, σε μικρότερο βαθμό, επιχείρησαν να επιβάλλουν μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων η οποία συνεπαγόταν την υποδούλωση (ενίοτε και τη φυσική εξόντωση) των λαών της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποίησαν για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν σε τελική ανάλυση απαλλαγμένα από οποιονδήποτε ηθικό ενδοιασμό ή περιορισμό, καθώς οι αντιλήψεις περί φυλετικής ανωτερότητας που ενυπήρχαν σε αυτές τις ιδεολογίες απέδιδαν από κάθε μη Άρειο ή μη Ιάπωνα διαφορετικούς βαθμούς μειωμένης ηθικής υπόστασης. Αυτό και μόνο, δηλαδή η κατάργηση μιας έστω και στοιχειώδους ηθικής ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, η οποία επιτρέπει και ενθαρρύνει την απόλυτη αντικειμενοποίηση των ασθενέστερων από τους ισχυρότερους, επαρκεί για να καταστήσει το εγχείρημα του Άξονα ανεπίδεκτο οποιουδήποτε θετικού ηθικού χαρακτηρισμού. Επρόκειτο για το καθαρό κακό.

Από την άλλη πλευρά το 1945 οι σύμμαχοι δεν πολεμούσαν πλέον υπέρ βωμών και εστιών, όπως οι Ρώσοι και οι Βρετανοί σε προηγούμενες φάσεις του πολέμου. Μπορεί οι ηγεσίες τους να είχαν συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους και να επιδίωκαν την προώθηση ποικίλων κρατικών συμφερόντων, ωστόσο, υπήρχε διάχυτη η δικαιολογημένη αίσθηση τόσο μεταξύ της κοινής γνώμης όσο και μεταξύ των στρατιωτών ότι ο αγώνας που διεξήγαγαν στρεφόταν εναντίον της βαρβαρότητας και ενός ζοφερού μέλλοντος για τις θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού το οποίο εκπροσωπούσαν οι δυνάμεις του Άξονα. Όπως σημειώνει ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Όβερι, «οι ηθικές δυνάμεις που προέβαλε η πλευρά των συμμάχων κράτησαν τους ανθρώπους ενωμένους στην πάλη για ένα κοινό σκοπό. Από την άλλη πλευρά, καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, οι πληθυσμοί του Άξονα άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους, απέσυραν οποιαδήποτε μορφή συναίνεσης και υπέστησαν μία βάναυση πειθάρχηση από τους δικούς τους. Αυτή η αντίθεση είναι καίρια για να κατανοήσουμε την τελική έκβαση του πολέμου.»[3] Ωστόσο, παρ’ όλο που ο αγώνας των συμμάχων ήταν επιδεκτικός μιας ευρύτερης ηθικής δικαιολόγησης που υπερέβαινε την απλή αυτοάμυνα, πολλές από τις ενέργειές τους τη χρονιά εκείνη θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ηθικά αμφισβητήσιμες, ενίοτε δε και ως ηθικά απεχθείς. Οι φονικοί μαζικοί βομβαρδισμοί αμάχων συνεχίστηκαν ακόμα και όταν κατέστη προφανές ότι δεν είχαν κανένα στρατιωτικό αποτέλεσμα.[4] Οι Αμερικανοί δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν το ισχυρότερο όπλο μαζικής καταστροφής που επινόησε ο άνθρωπος εναντίον ανυπεράσπιστων πολιτών, έστω και εάν κίνητρό τους ήταν η επίσπευση του τέλους του πολέμου.[5]
Ακόμα χειρότερα, όταν είχαν πλέον νικήσει, κάποιοι από τους συμμάχους συνέχισαν το όργιο βιασμών, δολοφονιών και λεηλασιών που είχαν ήδη αρχίσει (κυρίως οι Ρώσοι), προέβησαν σε σφαγές αποικιακών πληθυσμών (οι Γάλλοι), σε εκτοπίσεις εθνοτικών ομάδων που άγγιζαν τα όρια της γενοκτονίας (οι Ρώσοι με τη συνενοχή των Βρετανών), στη διεξαγωγή δικών-παρωδιών των οποίων το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο (όπως του Λαβάλ και του Ιάπωνα στρατηγού Γιαμασίτα Τομογιούκι), ενώ ένας σημαντικός αριθμός ηγετικών στελεχών του Άξονα (ακόμα και εγκληματιών πολέμου) που προέρχονταν από τον χώρο της οικονομίας, των επιστημών και της κρατικής γραφειοκρατίας, όχι μόνο δεν υπέστη κυρώσεις αλλά προωθήθηκε –για ιδεολογικούς, πολιτικούς και πρακτικούς λόγους– σε θέσεις-κλειδιά κατά την ανασυγκρότηση των ηττημένων χωρών. Διαπιστώνουμε επίσης ότι το σωτήριο έτος 1945 δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ανατολική Ευρώπη όπου πολίτες γερμανικής καταγωγής υφίσταντο ποικίλους εξευτελισμούς, ότι στη Βαρσοβία οι επιζήσαντες Εβραίοι έπεσαν θύματα και άλλων αιματηρών επιθέσεων (από Πολωνούς αυτή τη φορά), ότι οι σύμμαχοι στον Ειρηνικό συχνά χρησιμοποιούσαν τον ηττημένο ιαπωνικό στρατό για να τιθασεύσουν ξεσηκωμένους ενάντια στην αποικιοκρατία πληθυσμούς και ότι τα απαγορευμένα από τους Ναζί βιβλία του Όσβαλντ Σπένγκλερ εξακολούθησαν να είναι απαγορευμένα και στην κατεχόμενη από τους Αμερικανούς ζώνη της Γερμανίας. Το 1945 επικράτησε το καλό αλλά όχι ανόθευτο.

Βέβαια, θα πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός ως προς την απόδοση ηθικών ευθυνών. Οι νικητές αντιμετώπιζαν πρωτόγνωρες καταστάσεις που δυσκόλευαν ιδιαίτερα όσους κινούνταν από αγαθές προθέσεις. Το ερώτημα, για παράδειγμα, εάν είναι ορθό ή δίκαιο να δικαστούν κάποιοι για πράξεις που ήταν από ηθικής πλευράς απολύτως καταδικαστέες αλλά δεν καλύπτονταν από τη νομοθεσία περί εγκλημάτων πολέμου κατά τη στιγμή την οποία διαπράχθηκαν, δεν απαντάται εύκολα. Επίσης, κατανοεί κανείς ότι πολλοί άνθρωποι που είχαν υποστεί ασύλληπτα δεινά, όπως οι επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, είχαν περιέλθει σε τέτοια νοητική κατάσταση ώστε το μόνο που μπορούσαν να επιθυμούν ήταν η άμεση εξόντωση των βασανιστών τους. Ακόμα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, κινούμενος από μια ωφελιμιστική λογική, ότι ορισμένες από αυτές τις προαναφερθείσες ενέργειες και αποφάσεις ήταν απολύτως αναγκαίες για την επίτευξη μιας καλύτερης τάξης πραγμάτων. Ωστόσο, είναι προφανές τώρα, και μάλλον ήταν προφανές και σε όσους είχαν τότε το σθένος να δουν τα γεγονότα από κάποια απόσταση, ότι ο ρατσισμός, η προσπάθεια ατομικής εξιλέωσης για πράξεις και παραλείψεις διαμέσου της κατασκευής αποδιοπομπαίων τράγων, το μίσος και η πολιτική ή η ιδεολογική σκοπιμότητα υποκρύπτονταν πίσω από τις ακρότητες και τις αδικίες που διέπραξαν οι νικητές χωρίς να τιμωρηθούν ποτέ.

Ο Χιούμ έλεγε «ότι μέσα μας υπάρχει κάτι από το περιστέρι, καθώς και στοιχεία από τον λύκο και το ερπετό». Το 1945 φαίνεται σε συλλογικό επίπεδο ο λύκος και το ερπετό να συμβιώνουν άνετα με το περιστέρι. Ωστόσο, η πλευρά των «περιστερών» επέμενε σε κάτι που είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί αφορούσε το μέλλον. Το ζήτημα που ετέθη με επιτακτικό τρόπο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ήταν να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα προς την κατεύθυνση της αποφυγής επανάληψης ενός τέτοιου πολέμου και όλων των δεινών που αυτός συνεπαγόταν. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές διατυπώσεις αυτού του αιτήματος, μας πληροφορεί ο Μπουρούμα, έλαβε χώρα όταν οι εξεγερμένοι κρατούμενοι του Μπούχενβαλντ αντικατέστησαν την επιγραφή της κεντρικής πύλης του στρατοπέδου «στον καθένα τα δικά του» με την επιγραφή «ποτέ ξανά».

Κάποιοι άνθρωποι της εποχής εκείνης, όπως ο Άγγλος στρατιωτικός και διπλωμάτης Μπράιαν Ούρκουχαρτ (Brian Urquhart 1919-), μπορούν να έχουν την ικανοποίηση ότι συμμετείχαν στη δημιουργία θεσμών, όπως ο ΟΗΕ, που παρά τις προφανείς αδυναμίες τους συνετέλεσαν στο «ποτέ ξανά». Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να ειπωθεί και για εκείνους που με πολλές δυσκολίες προχώρησαν το 1951 στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα που υπήρξε πρόδρομος της διαρκώς λιθοβολούμενης σήμερα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, το αίτημα «ποτέ ξανά» δεν ικανοποιήθηκε πλήρως. Μπορεί τα τελευταία εξήντα επτά χρόνια να μην είχαμε κάποια παγκόσμια σύρραξη, αλλά ορισμένες από τις φρικαλεότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως εκτεταμένης μορφής βιαιότητες κατά αμάχων, επανελήφθησαν σε πολλές περιοχές του πλανήτη: Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Αφρική, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία. Βιβλία σαν το Year Zero προβληματίζονται ως προς τους λόγους που οδηγούν φυσιολογικούς νέους άνδρες να προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις που ακόμα και η περιγραφή τους προκαλεί αποτροπιασμό. Για παράδειγμα, ο Μπουρούμα βασιζόμενος στα απομνημονεύματα του Γερμανού χειρουργού και συγγραφέα Χανς Γκραφ φον Λέντορφ (Hans Graaf von Lehndorff 1910-1987) κάνει λόγο για μια επίθεση μεθυσμένων νεαρών Ρώσων στρατιωτών που συνέβη τον Απρίλιο του 1945 στο νοσοκομείο του Καίνικξμπεργκ. Αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι στην πόλη όπου ο Καντ διατύπωσε μία από τις ισχυρότερες αρχές της δυτικής ηθικής σκέψης –ότι «ποτέ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τους άλλους μόνο ως μέσα αλλά να τους αντιμετωπίζουμε ως αυτοσκοπούς»– οι στρατιώτες αυτοί βίασαν κάθε Γερμανίδα που συνάντησαν ακόμα και εάν ήταν βαρύτατα τραυματισμένη ή παιδί. Το ερώτημα είναι γιατί το έκαναν.

Ο Μπουρούμα αναδεικνύει μια σειρά λόγων: το ότι είχαν την ενθάρρυνση των ανωτέρων τους και γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να τιμωρηθούν, το ότι είχαν υποστεί τα πάνδεινα τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους δικούς τους αξιωματικούς, το ότι τους χώριζαν τεράστιες οικονομικές[6] και ταξικές διαφορές από τους ανίσχυρους πλέον αντιπάλους τους οι οποίες ενισχύονταν από τη συστηματική κομμουνιστική προπαγάνδα, και, το χειρότερο ίσως, επειδή πίστευαν ότι αυτό ήταν το σωστό. Δυστυχώς το επεισόδιο αυτό δεν υπήρξε μεμονωμένο. Εάν, όμως, μπορούσαμε να εντοπίσουμε ορισμένους κοινούς παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση τέτοιων αποτρόπαιων συμβάντων, ίσως αυτό να μας προσέφερε κάποια καθοδήγηση στο ακανθώδες ζήτημα της αποφυγής των συνθηκών που πυροδοτούν την έκρηξη των πλέον σκοτεινών όψεων της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας. Με αυτή την έννοια η συστηματική μελέτη των αιτιών όλων των φρικαλεοτήτων αυτού του πολέμου και όχι μόνο του Ολοκαυτώματος παραμένει απολύτως επίκαιρη.

Ενδεχομένως, κάποιοι να πιστεύουν ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μια παροδική ανωμαλία που οφειλόταν σε κάποιους παράφρονες και αιμοδιψείς Ναζί και Ιάπωνες, ο οποίοι ευτυχώς έχουν εκλείψει. Αυτή είναι μια ιδιαίτερα βολική άποψη για να είναι πειστική. Ο πόλεμος αυτός έφερε στην επιφάνεια, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο, το πλούσιο εύρος των δυνατοτήτων της ανθρώπινης συμπεριφοράς υπό ακραίες συνθήκες, και έργα όπως το YearZeroμας προσφέρουν μια ιδιαίτερα διαυγή και ακριβή ακτινογραφία του. Η εικόνα που αποκομίζουμε δεν είναι καθόλου θελκτική και συνεχίζει να μας στοιχειώνει. Από την άλλη πλευρά βέβαια είναι γενικά σώφρον οι διαγνώσεις να προηγούνται των όποιων παρεμβάσεων θα μπορούσαν να επιχειρηθούν μετά λόγου γνώσεως σε θεσμικό/συλλογικό επίπεδο.[7]

[1] Ο Ίαν Μπουρούμα (1951-) είναι Ολλανδός διανοούμενος και ιστορικός των ιδεών με ειδίκευση στους ασιατικούς πολιτισμούς. Είναι καθηγητής ανθρώπινων δικαιωμάτων και δημοσιογραφίας στο Κολέγιο Μπαρντ της Νέας Υόρκης. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το δοκίμιο που συνέγραψε με τον κορυφαίο Ισραηλινό φιλόσοφο Αβισάι Μαργκαλίτ Δυτικισμός: Η Δύση στα μάτια των άλλων, μτφρ. Ξενοφών Γιαταγάνας, Κριτική, Αθήνα 2007.

[2] Για ηθικές προσεγγίσεις όψεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βλ. ενδεικτικά Jonathan Glover, Humanity: AMoralHistoryoftheTwentiethCentury, Yale University Press, New Haven and London 2001 και Michael Bess, ChoicesunderFire: MoralDimensionsofWorldWarII, Knopf, New York 2006.

[3]Richard Overy, Why the Allies Won, Norton, New York 1995, σ. 286.

[4] Βλ. A. C. Grayling, Ανάμεσα στις νεκρές πόλεις: Ήταν αναγκαιότητα ή έγκλημα οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;, μτφρ. Αχιλλέας Φακατσέλης, Κασταλία, Αθήνα 2006.

[5] Σύμφωνα με τον Μπουρούμα (σ. 296) ο πρόεδρος Τρούμαν έγραψε σε μια επιστολή του μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών ότι «όταν έχεις να κάνεις με ένα κτήνος, πρέπει να το αντιμετωπίζεις σαν κτήνος».

[6] Είναι ενδιαφέρον ότι για τους Ρώσους στρατιώτες τα ρολόγια χειρός αποτελούσαν είδος πολυτελείας. Έτσι κατανοεί κανείς γιατί ο στρατιώτης που βοηθάει στην τοποθέτηση της ρωσικής σημαίας στη στέγη του ρημαγμένου Ράιχσταγκ φοράει στην αρχική εκδοχή της κλασικής φωτογραφίας του Γεβγένι Χαλντέι από ένα ρολόι σε κάθε χέρι.

[7]Ωφελήθηκα ιδιαίτερα από συζητήσεις που είχα γι’ αυτά τα ζητήματα με τον συνάδελφο Νίκο Γιαννακόπουλο.

The Athens Review of Books

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.