Από τον ΓΡΗΓΟΡΗ ΤΖΟΥΣΔΑΝΗ
Πώς μπορεί έναν άνθρωπο που γεννήθηκε σε ένα ελληνικό νησί το 1869 να τον γνωρίζουν οι πάντες στην Ιαπωνία σήμερα; Η απάντηση βρίσκεται στην ιστορία του Λευκάδιου Χερν, του οποίου η ζωή ήταν διεθνής,διαφυλετική και πολυπολιτισμική έναν αιώνα πριν γίνουν της μόδας οι έννοιες αυτές. Χωρίς να το ξέρει, ο Χερν είχε γίνει ο ίδιος ένα πρώτο μοντέλο ανθρώπου του εικοστού πρώτου αιώνα.
Γεννήθηκε στο ιόνιο νησί της Λευκάδας, μέρος τότε της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και η οικογενειακή καταγωγή του δείχνει καθαρά αυτή τη μίξη των εθνικοτήτων από διαφορετικές αυτοκρατορίες. Γεννημένος από Eλληνίδα μητέρα, τη Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη, και από Iρλανδό προτεστάντη πατέρα, τον ταγματάρχη του βρετανικού στρατού Τσαρλς Μπους Χερν, προσπάθησε να γεφυρώσει τις ιδεολογικές αποστάσεις: μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αυτοκρατορίας και αποικίας, μαύρου και λευκού, δημοσιογραφίας και υψηλής διανόησης.
Αυτή η διπλή κληρονομιά ενστάλαξε επίσης στον Χερν μια έντονη λαχτάρα για τον νομαδισμό και την ταξιδιωτική γραφή, περισσότερα από εκατό χρόνια πριν ο Μπρους Τσάτουιν διερευνήσει τη σύνδεση μεταξύ τους. Δεν είναι ίσως τυχαίο, όπως σημειώνει ο βιογράφος τού Χερν, Τζόναθαν Κολτ, ότι η Λευκάδα βρίσκεται δίπλα στην Ιθάκη, τη γενέθλια γη του Οδυσσέα.
Αντίθετα με τον Οδυσσέα, ο Χερν περιπλανήθηκε σε όλη του τη ζωή και ακόμα μακρύτερα από αυτόν, αποζητώντας είτε μια καλύτερη τύχη στο Σινσινάτι, είτε το ζεστό κλίμα και τη μουσική της Νέας Ορλεάνης, είτε την ποικιλία των εθνικοτήτων της Καραϊβικής. Και ήταν η αναζήτηση του αλλοεθνούς Άλλου αυτή που εν τέλει τον έφερε στην Ιαπωνία, όπου και εγκαταστάθηκε σε μέση ηλικία, σε τέτοια γεωγραφική απόσταση από τη Λευκάδα και το Δουβλίνο και σε τέτοια πολιτισμική απόσταση από το Οχάιο και τη Λουιζιάνα. Λίγα άτομα έχουν προσπαθήσει να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα μεταξύ των τόπων και ακόμη λιγότερα μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν έρθει σε επαφή ή έχουν νιώσει την επιρροή από πέντε αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, τη Βρετανική, τη Γαλλική, την Αμερικανική και την Ιαπωνική.
Η ζωή του, επομένως, δεν είναι μόνο μια εξερεύνηση της νομαδικής ζωής, αλλά αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση του πώς οι μικτές ρίζες μπορούν να προδιαθέσουν κάποιον στο να είναι πιο δεκτικός στην εθνική, εθνοτική και φυλετική ανομοιομορφία.
Σε ηλικία δύο ετών, ο Λευκάδιος και η μητέρα του αναχώρησαν για το Δουβλίνο ενώ ο πατέρας του ήταν τοποθετημένος στις Δυτικές Ινδίες. Όμως η οικογένεια του πατέρα του δεν δέχθηκε ποτέ την Ελληνίδα σύζυγο και το κατά το ήμισυ ελληνικής καταγωγής παιδί. Τελικά ο Χερν ακύρωσε τον γάμο, αναγκάζοντας τη Ρόζα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Εγκαταλελειμμένος τόσο από τη μητέρα του όσο και από τον πατέρα του, ο Λευκάδιος ανατράφηκεαπό μια Ιρλανδή θεία.
Ως αποτέλεσμα αυτών των Ντικενσιανών καταστάσεων, οι οποίες περιλάμβαναν έναν σκληρό και ανήθικο νομικό σύμβουλο της θείας του, ο Λευκάδιος βρέθηκε αποστερημένος από πόρους και χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον του στην Ιρλανδία. Έτσι, σε ηλικία δεκαεννέα ετών έφυγε μετανάστης για το Σινσινάτι, όπου μη έχοντας καθόλου λεφτά βρέθηκε να κοιμάται στους δρόμους. Μετά από πολλές προσπάθειες εξασφάλισε μια δουλειά ως δημοσιογράφος, και κατέληξε να δουλεύει για την Cincinnati Daily Enquirer όπου έγραφε για εγκλήματα αλλά και για τους αναξιοπαθούντες πολίτες της πόλης. Οι γλαφυρότατες περιγραφές του πουλούσαν φύλλα και αύξαναν τη δημοτικότητά του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ο διασημότερος και πιο αμφιλεγόμενος δημοσιογράφος της πόλης.
Ίσως η πιο προκλητική όμως απόφασή του ήταν να παντρευτεί μια Αφροαμερικανίδα, την Αλήθεια Φόλεϋ, μια πράξη εκτός νόμου την εποχή εκείνη, εξαιτίας της οποίας έχασε τη δουλειά του στον Enquirer. Μη μπορώντας να αντέξει τις περιπλοκές που προκλήθηκαν από τον γάμο του, ούτε και την ψυχρή ατμόσφαιρα του Οχάιο, πήρε διαζύγιο και το 1877 μπήκε σε ένα ποταμόπλοιο για τη Νέα Ορλεάνη.
Στην πόλη αυτή μπορούσε να γράφει για τους κρεολούς. Μάλιστα τα γραπτά του, τα οποία κάλυπταν από το βουντού έως τη μαγειρική, την πολυτελή αστική ζωή και την πολύχρωμη, ζωηρή μουσική, στο Harper’s Magazine, το Century Magazine, το Pippincott’s Magazine και το Atlantic Monthly, έστρεψαν την προσοχή από όλη τη χώρα στη Νέα Ορλεάνη η οποία πλέον θεωρήθηκε ένα πολύ ξεχωριστό μέρος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια εποχή, ο Χερν συνέχισε να παράγει έργο στον χώρο της πολιτισμικής κριτικής και να μεταφράζει Γάλλους συγγραφείς όπως ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Πιερ Λοτί. Συγκέντρωσε επίσης συνταγές της Νέας Ορλεάνης σε ένα βιβλίο που υπήρξε το δεύτερο στην ιστορία των βιβλίων μαγειρικής της πόλης αυτής.
Μετά από δέκα χρόνια στη Λουιζιάνα, ο Χερν μη μπορώντας να ησυχάσει από τη λαχτάρα του για τα καταγάλανα νερά του Ιονίου και τον χαλαρό τρόπο ζωής του νησιού, αποφάσισε να φύγει για την Καραϊβική. Ταξίδεψε στη Μαρτινίκα όπου έζησε για δύο χρόνια ως ανταποκριτής για το Harper’s. Εκεί μαγεύτηκε από τον πλούτο των φυλών που συναντούσε κανείς στο νησί, «όλη τηνγκάμα, από μαύρους ή σχεδόν μαύρους, έως κοκκινωπούς στο χρώμα του μπρούντζου, και χαλκοκάστανους και κίτρινους σαν φρούτο, έως το απαλό γκρι-μπεζ του νεκρού ελεφαντόδοντου,των sang-mêlés[1].
Μετά από δύο χρόνια σε αυτόν τον παράδεισο, ο Χερν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και, μη μπορώντας να αντέξει την «εφιαλτική» πόλη, έστρεψε τη ματιά του προς την εντελώς απίθανη κατεύθυνση της Ιαπωνίας, όπου ανέλαβε μια αποστολή ως δημοσιογράφος. Έτσι, στις 8 Μαρτίου του 1890 έφυγε για το Μόντρεαλ απ’ όπου διέσχισε την ήπειρο με τρένο έως το Βανκούβερ και μετά, με το ατμόπλοιο «Αβησσυνία», έφυγε για Γιοκοχάμα.
Στην Ιαπωνία επαναπροσδιόρισε και πάλι τον εαυτό του. Όταν η εφημερίδα που του χρηματοδοτούσε την αποστολή απέσυρε την υποστήριξή της, αυτός παρέμεινε εκεί. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην πόλη Ματσούε, ως καθηγητής σε γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μια ντόπια, την Σέτσου Κοϊζούμι, η οποία προερχόταν από μια φτωχική αλλά αριστοκρατική οικογένεια σαμουράι. Με την πάροδο του χρόνου πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας και υιοθέτησε το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι.
Το 1896, αφού εξασφάλισε μια θέση καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο, μετακόμισε στην πρωτεύουσα. Όμως συνέχισε να γράφει στα Αγγλικά για την Ιαπωνία, καθώς είχε πια αποκτήσει ένα διεθνές κοινό το οποίο περιλάμβανε πεφωτισμένες προσωπικότητες σαν τον Ούγκο φον Χόφμανσταλ και τον Στέφαν Τσβάιχ. Μάλιστα ο Τσβάιχ τον περιέγραψε ως κάποιον μοναδικό στον κόσμο της τέχνης, «ένα θαύμα μεταφύτευσης, μπολιάσματος: τα έργα ενός Δυτικού, γραμμένα όμως από έναν Ανατολικό». Ο Χερν πέθανε το 1904.
Στην Ιαπωνία, εξηγεί ο Κολτ, τιμάται σήμερα σαν υιοθετημένος γιος και εγκωμιάζεται η ευαισθησία με την οποία ερμήνευσε τον κόσμο της ιαπωνικής λογοτεχνίας, θρησκείας και κοινωνίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας άνδρας γεννημένος σε ένα μικροσκοπικό ελληνικό νησί μπόρεσε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να γράψει τόσο ιδιοφυώς για τα τόσο ασύνδετα μεταξύ τους μέρη στα οποία έζησε.
Σε αυτό τον βοήθησε ίσως η αναπηρία του – η κατά το ήμισυ τυφλότητά του. Ένα ατύχημα σε ηλικία δεκαέξι ετών είχε ως συνέπεια να χάσει την όραση του ενός ματιού του. Όμως αυτή η αναποδιά ίσως διεύρυνε την προοπτική του και την ικανότητα να δημιουργεί μέσω της ενσυναίσθησής του συνδέσεις ανάμεσα σε κοινωνίες που απείχαν τόσο πολύ μεταξύ τους. Ίσως μόνο κάποιος που ήταν κατά το ήμισυ κάτι –Έλληνας, Ιρλανδός, τυφλός, Αμερικανός, μέλος της κοινότητας τηςΚαραϊβικής και Ιάπωνας– θα μπορούσε να γίνει, όπως είπε ο Τέννυσον για τον Οδυσσέα, μέρος όλων όσων είχε γνωρίσει.
Σημείωση: Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Τζόναθαν Κολτ, Wandering Ghost. The Odyssey of Lafcadio Hearn, Knopf, Νέα Υόρκη 1991.
— Μετάφραση: Αναστασία Μωράκη
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΖΟΥΣΔΑΝΗΣ (GREGORYJUSDANIS). Καθηγητής Επιστημών του Ανθρώπου στο Ohio State University, συγγραφέας των έργων: The Poetics of Cavafy: Eroticism, Textuality, History (1987)· Belated Modernity and Aesthetic Culture: Inventing National Literature (1991)· The Necessary Nation (2001) και Fiction Agonistes: In Defense of Literature (2010).
The Athens Review of Books
Πώς μπορεί έναν άνθρωπο που γεννήθηκε σε ένα ελληνικό νησί το 1869 να τον γνωρίζουν οι πάντες στην Ιαπωνία σήμερα; Η απάντηση βρίσκεται στην ιστορία του Λευκάδιου Χερν, του οποίου η ζωή ήταν διεθνής,διαφυλετική και πολυπολιτισμική έναν αιώνα πριν γίνουν της μόδας οι έννοιες αυτές. Χωρίς να το ξέρει, ο Χερν είχε γίνει ο ίδιος ένα πρώτο μοντέλο ανθρώπου του εικοστού πρώτου αιώνα.
Γεννήθηκε στο ιόνιο νησί της Λευκάδας, μέρος τότε της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και η οικογενειακή καταγωγή του δείχνει καθαρά αυτή τη μίξη των εθνικοτήτων από διαφορετικές αυτοκρατορίες. Γεννημένος από Eλληνίδα μητέρα, τη Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη, και από Iρλανδό προτεστάντη πατέρα, τον ταγματάρχη του βρετανικού στρατού Τσαρλς Μπους Χερν, προσπάθησε να γεφυρώσει τις ιδεολογικές αποστάσεις: μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αυτοκρατορίας και αποικίας, μαύρου και λευκού, δημοσιογραφίας και υψηλής διανόησης.
Αυτή η διπλή κληρονομιά ενστάλαξε επίσης στον Χερν μια έντονη λαχτάρα για τον νομαδισμό και την ταξιδιωτική γραφή, περισσότερα από εκατό χρόνια πριν ο Μπρους Τσάτουιν διερευνήσει τη σύνδεση μεταξύ τους. Δεν είναι ίσως τυχαίο, όπως σημειώνει ο βιογράφος τού Χερν, Τζόναθαν Κολτ, ότι η Λευκάδα βρίσκεται δίπλα στην Ιθάκη, τη γενέθλια γη του Οδυσσέα.
Αντίθετα με τον Οδυσσέα, ο Χερν περιπλανήθηκε σε όλη του τη ζωή και ακόμα μακρύτερα από αυτόν, αποζητώντας είτε μια καλύτερη τύχη στο Σινσινάτι, είτε το ζεστό κλίμα και τη μουσική της Νέας Ορλεάνης, είτε την ποικιλία των εθνικοτήτων της Καραϊβικής. Και ήταν η αναζήτηση του αλλοεθνούς Άλλου αυτή που εν τέλει τον έφερε στην Ιαπωνία, όπου και εγκαταστάθηκε σε μέση ηλικία, σε τέτοια γεωγραφική απόσταση από τη Λευκάδα και το Δουβλίνο και σε τέτοια πολιτισμική απόσταση από το Οχάιο και τη Λουιζιάνα. Λίγα άτομα έχουν προσπαθήσει να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα μεταξύ των τόπων και ακόμη λιγότερα μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν έρθει σε επαφή ή έχουν νιώσει την επιρροή από πέντε αυτοκρατορίες: την Οθωμανική, τη Βρετανική, τη Γαλλική, την Αμερικανική και την Ιαπωνική.
Η ζωή του, επομένως, δεν είναι μόνο μια εξερεύνηση της νομαδικής ζωής, αλλά αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση του πώς οι μικτές ρίζες μπορούν να προδιαθέσουν κάποιον στο να είναι πιο δεκτικός στην εθνική, εθνοτική και φυλετική ανομοιομορφία.
Σε ηλικία δύο ετών, ο Λευκάδιος και η μητέρα του αναχώρησαν για το Δουβλίνο ενώ ο πατέρας του ήταν τοποθετημένος στις Δυτικές Ινδίες. Όμως η οικογένεια του πατέρα του δεν δέχθηκε ποτέ την Ελληνίδα σύζυγο και το κατά το ήμισυ ελληνικής καταγωγής παιδί. Τελικά ο Χερν ακύρωσε τον γάμο, αναγκάζοντας τη Ρόζα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Εγκαταλελειμμένος τόσο από τη μητέρα του όσο και από τον πατέρα του, ο Λευκάδιος ανατράφηκεαπό μια Ιρλανδή θεία.
Ως αποτέλεσμα αυτών των Ντικενσιανών καταστάσεων, οι οποίες περιλάμβαναν έναν σκληρό και ανήθικο νομικό σύμβουλο της θείας του, ο Λευκάδιος βρέθηκε αποστερημένος από πόρους και χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον του στην Ιρλανδία. Έτσι, σε ηλικία δεκαεννέα ετών έφυγε μετανάστης για το Σινσινάτι, όπου μη έχοντας καθόλου λεφτά βρέθηκε να κοιμάται στους δρόμους. Μετά από πολλές προσπάθειες εξασφάλισε μια δουλειά ως δημοσιογράφος, και κατέληξε να δουλεύει για την Cincinnati Daily Enquirer όπου έγραφε για εγκλήματα αλλά και για τους αναξιοπαθούντες πολίτες της πόλης. Οι γλαφυρότατες περιγραφές του πουλούσαν φύλλα και αύξαναν τη δημοτικότητά του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ο διασημότερος και πιο αμφιλεγόμενος δημοσιογράφος της πόλης.
Ίσως η πιο προκλητική όμως απόφασή του ήταν να παντρευτεί μια Αφροαμερικανίδα, την Αλήθεια Φόλεϋ, μια πράξη εκτός νόμου την εποχή εκείνη, εξαιτίας της οποίας έχασε τη δουλειά του στον Enquirer. Μη μπορώντας να αντέξει τις περιπλοκές που προκλήθηκαν από τον γάμο του, ούτε και την ψυχρή ατμόσφαιρα του Οχάιο, πήρε διαζύγιο και το 1877 μπήκε σε ένα ποταμόπλοιο για τη Νέα Ορλεάνη.
Στην πόλη αυτή μπορούσε να γράφει για τους κρεολούς. Μάλιστα τα γραπτά του, τα οποία κάλυπταν από το βουντού έως τη μαγειρική, την πολυτελή αστική ζωή και την πολύχρωμη, ζωηρή μουσική, στο Harper’s Magazine, το Century Magazine, το Pippincott’s Magazine και το Atlantic Monthly, έστρεψαν την προσοχή από όλη τη χώρα στη Νέα Ορλεάνη η οποία πλέον θεωρήθηκε ένα πολύ ξεχωριστό μέρος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια εποχή, ο Χερν συνέχισε να παράγει έργο στον χώρο της πολιτισμικής κριτικής και να μεταφράζει Γάλλους συγγραφείς όπως ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Πιερ Λοτί. Συγκέντρωσε επίσης συνταγές της Νέας Ορλεάνης σε ένα βιβλίο που υπήρξε το δεύτερο στην ιστορία των βιβλίων μαγειρικής της πόλης αυτής.
Μετά από δέκα χρόνια στη Λουιζιάνα, ο Χερν μη μπορώντας να ησυχάσει από τη λαχτάρα του για τα καταγάλανα νερά του Ιονίου και τον χαλαρό τρόπο ζωής του νησιού, αποφάσισε να φύγει για την Καραϊβική. Ταξίδεψε στη Μαρτινίκα όπου έζησε για δύο χρόνια ως ανταποκριτής για το Harper’s. Εκεί μαγεύτηκε από τον πλούτο των φυλών που συναντούσε κανείς στο νησί, «όλη τηνγκάμα, από μαύρους ή σχεδόν μαύρους, έως κοκκινωπούς στο χρώμα του μπρούντζου, και χαλκοκάστανους και κίτρινους σαν φρούτο, έως το απαλό γκρι-μπεζ του νεκρού ελεφαντόδοντου,των sang-mêlés[1].
Μετά από δύο χρόνια σε αυτόν τον παράδεισο, ο Χερν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και, μη μπορώντας να αντέξει την «εφιαλτική» πόλη, έστρεψε τη ματιά του προς την εντελώς απίθανη κατεύθυνση της Ιαπωνίας, όπου ανέλαβε μια αποστολή ως δημοσιογράφος. Έτσι, στις 8 Μαρτίου του 1890 έφυγε για το Μόντρεαλ απ’ όπου διέσχισε την ήπειρο με τρένο έως το Βανκούβερ και μετά, με το ατμόπλοιο «Αβησσυνία», έφυγε για Γιοκοχάμα.
Στην Ιαπωνία επαναπροσδιόρισε και πάλι τον εαυτό του. Όταν η εφημερίδα που του χρηματοδοτούσε την αποστολή απέσυρε την υποστήριξή της, αυτός παρέμεινε εκεί. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην πόλη Ματσούε, ως καθηγητής σε γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μια ντόπια, την Σέτσου Κοϊζούμι, η οποία προερχόταν από μια φτωχική αλλά αριστοκρατική οικογένεια σαμουράι. Με την πάροδο του χρόνου πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας και υιοθέτησε το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι.
Το 1896, αφού εξασφάλισε μια θέση καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο, μετακόμισε στην πρωτεύουσα. Όμως συνέχισε να γράφει στα Αγγλικά για την Ιαπωνία, καθώς είχε πια αποκτήσει ένα διεθνές κοινό το οποίο περιλάμβανε πεφωτισμένες προσωπικότητες σαν τον Ούγκο φον Χόφμανσταλ και τον Στέφαν Τσβάιχ. Μάλιστα ο Τσβάιχ τον περιέγραψε ως κάποιον μοναδικό στον κόσμο της τέχνης, «ένα θαύμα μεταφύτευσης, μπολιάσματος: τα έργα ενός Δυτικού, γραμμένα όμως από έναν Ανατολικό». Ο Χερν πέθανε το 1904.
Στην Ιαπωνία, εξηγεί ο Κολτ, τιμάται σήμερα σαν υιοθετημένος γιος και εγκωμιάζεται η ευαισθησία με την οποία ερμήνευσε τον κόσμο της ιαπωνικής λογοτεχνίας, θρησκείας και κοινωνίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας άνδρας γεννημένος σε ένα μικροσκοπικό ελληνικό νησί μπόρεσε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να γράψει τόσο ιδιοφυώς για τα τόσο ασύνδετα μεταξύ τους μέρη στα οποία έζησε.
Σε αυτό τον βοήθησε ίσως η αναπηρία του – η κατά το ήμισυ τυφλότητά του. Ένα ατύχημα σε ηλικία δεκαέξι ετών είχε ως συνέπεια να χάσει την όραση του ενός ματιού του. Όμως αυτή η αναποδιά ίσως διεύρυνε την προοπτική του και την ικανότητα να δημιουργεί μέσω της ενσυναίσθησής του συνδέσεις ανάμεσα σε κοινωνίες που απείχαν τόσο πολύ μεταξύ τους. Ίσως μόνο κάποιος που ήταν κατά το ήμισυ κάτι –Έλληνας, Ιρλανδός, τυφλός, Αμερικανός, μέλος της κοινότητας τηςΚαραϊβικής και Ιάπωνας– θα μπορούσε να γίνει, όπως είπε ο Τέννυσον για τον Οδυσσέα, μέρος όλων όσων είχε γνωρίσει.
Σημείωση: Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Τζόναθαν Κολτ, Wandering Ghost. The Odyssey of Lafcadio Hearn, Knopf, Νέα Υόρκη 1991.
— Μετάφραση: Αναστασία Μωράκη
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΖΟΥΣΔΑΝΗΣ (GREGORYJUSDANIS). Καθηγητής Επιστημών του Ανθρώπου στο Ohio State University, συγγραφέας των έργων: The Poetics of Cavafy: Eroticism, Textuality, History (1987)· Belated Modernity and Aesthetic Culture: Inventing National Literature (1991)· The Necessary Nation (2001) και Fiction Agonistes: In Defense of Literature (2010).
The Athens Review of Books
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.