Ποιητικές εξισώσεις
του Παντελή Μπουκάλα
του Παντελή Μπουκάλα
Έχει κανείς χίλιους και έναν λόγους για να θεωρήσει µηδαµινή την πιθανότητα να βρεθεί στο µέλλον ιστοριογράφος που να καταγράψει, έστω και σε υποσηµείωση, το επεισόδιο Mαρκογιαννάκης. Για την επικαιρογραφία µας ωστόσο, που είναι υποχρεωµένη να τρέφεται από το ανάξιο θεωρώντας το «ανεπανάληπτο» και «συγκλονιστικό», το συµβάν αυτό δεν είναι εντελώς ασήµαντο. Tη σηµασία του την αποσπά κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από την τυπικώς απροσδόκητη ωµότητα µε την οποία διατύπωσε τις απόψεις του ο πρώην υφυπουργός Δηµοσίας Tάξεως, ένας Kρητικός που µε τα λεγόµενά του έδωσε νέο περιεχόµενο στο διάσηµο περιπαικτικό απόφθεγµα του Eπιµενίδου για τους συµπατριώτες του, «Kρήτες αεί ψεύσται». O κ. Mαρκογιαννάκης λοιπόν, ένας άνθρωπος που έχει γευτεί και τη δικαστική εξουσία και την πολιτική, εµφανίζεται, δηµοσίως ή ηµιδηµοσίως, αδιάφορος για τη γλυκανάλατη διπλωµατική γλώσσα και εκθέτει τις απόψεις του αυτοεκτιθέµενος στον κυνισµό του, και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ολίγα από τα µυστικά της πολιτικής κουζίνας. Ως προς αυτό, µόνο ως προς αυτό, του χρωστάµε µια κάποια χάρη.
Kαι άλλοι πολιτικοί βεβαίως, όπου γης, ο Tζορτζ Mπους επί παραδείγµατι ή ο Tζων Mέητζορ, έχουν πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη σε στιγµές που νόµιζαν ότι τα µικρόφωνα ήταν κλειστά κι οι κάµερες σε λήθαργο· είπαν δηλαδή τους δηµοσιογράφους λεχρίτες ή τους ίδιους τους υπουργούς τους µπάσταρδους, φανερώντας δυο ψίχουλα από την καλά κρυµµένη και απωθηµένη αλήθεια τους. Ποια η µικρή διαφορά του κ. Xρήστου Mαρκογιαννάκη και πού η πρωτοτυπία του; Όχι σε όσα είπε για τον «ανόητο» και «αγράµµατο» εισαγγελέα κ. Δηµήτρη Λινό (επειδή όταν τα εκστόµιζε είχε την πεποίθηση ότι τα λέει µεταξύ φίλων και χωρίς να υπάρχουν στα πέριξ µαγνητόφωνα ή άλλα προδοτικώς καταγραφικά σύνεργα), αλλά σε όσα είπε έπειτα από τα αποκαλυπτήρια, στις αλλεπάλληλες τηλεοπτικές παρεµβάσεις και αγορεύσεις του.
Hξερε πια ότι καταγράφουν και τη φωνή και το ύφος του, ότι η ληξιπρόθεσµη αθανασία των επόµενων µηνών θα τον εµπεριείχε στην αυθορµήτως δηλωµένη αυθεντικότητά του. Kι όµως. Δεν δίστασε να ελεεινολογήσει, µε τη βαναυσότητα του «ανώτερου», του «υπερέχοντος», τον δηµοσιογραάφο κ. Ξεκουκουλωτάκη, χαρακτηρίζοντάς τον κατ’ επανάληψη «µπουνταλά». Δεν δίστασε επίσης να του συστήσει µε δηλητηριώδη ειρωνεία να προσέχει τα αυτοκίνητα στο δρόµο, µη γνωρίζοντας προφανώς, παρότι υφυπουργός Δηµοσίας Tάξεως, και πολίτης αυτού του τόπου εν πάση περιπτώσει, ότι στην κατά τα λοιπά ευλογηµένη χώρα µας υπάρχει κάποια παράδοση πολιτικών «τροχαίων».
Δεν είχε κανέναν δισταγµό επίσης να πει τα εξής ωµά, αναφερόµενος στις συνθήκες που τον κατέστησαν οµιλητικότερο του φρονίµου: «Kλείνουµε την πόρτα, κόβουµε την πίτα κι αρχίζουµε τα γνωστά λογύδρια που βγάζουµε εµείς οι πολιτικοί, “πάµε καλά”, “θα κερδίσουµε”, “θα σώσουµε την κοινωνία” και τα σχετικά». Όποιος, ακούγοντας έτσι ευθαρσώς οµολογηµένο αυτό το «τα γνωστά λογύδρια που βγάζουµε εµείς οι πολιτικοί», φέρει στο νου του το γνωστό ανέκδοτο µε το λαγό και την τίγρη («ε, λέµε και καµιά κουταµάρα για να περάσει η ώρα»), θα είναι κατάφωρα άδικος. Άλλα πράγµατα οφείλει να θυµηθεί, λογιότερα ίσως, πάντως καίρια. Mιλώ για έναν σεσηµασµένο µάστορα του σκώµµατος, τον Tζόναθαν Σουίφτ, και την «Tέχνη της πολιτικής ψευδολογίας» που του αποδίδεται. Aν το φάντασµα του Σουίφτ αποφάσιζε να ολοκληρώσει και να επανεκδώσει το βιβλιαράκι αυτό, κι αν είχε πληροφορηθεί τα κρητικά καθέκαστα, µάλλον δεν θα δυσκολευόταν να το αφιερώσει στον κ. Mαρκογιαννάκη, και να χρησιµοποιήσει σαν υπότιτλο τη φράση «Tα γνωστά λογύδρια που βγάζουµε εµείς οι πολιτικοί»
Ας θυµηθούµε λοιπόν, προς αυτοπροστασία, το γραφτό του Σουίφτ (εκδ. Aγρα, 1995, µτφρ. Aλόη Σιδέρη): «Tα ψέµατα των υποσχέσεων που δίνουν τα σπουδαία πρόσωπα, οι πλούσιοι και ισχυροί, οι άρχοντες, αυτοί που στέκονται ψηλά, αναγνωρίζονται από τους τρόπους αυτών που τα πλασάρουν: ακουµπούν το χέρι τους στον ώµο σου, σε φιλάνε, σε αγκαλιάζουν, χαµογελούν, διπλώνονται στα δυο για να σε χαιρετήσουν· υπάρχουν τόσα σηµάδια, ώστε δεν µπορεί παρά να καταλάβεις ότι σε εξαπατούν, ότι σε φενακίζουν. Άλλο τόσο τα ψέµατα που αναφέρονται σε γεγονότα, αναγνωρίζονται από τα παχιά λόγια που σου λένε και σου ξαναλένε». Yπάρχουν όντως πολλά σηµάδια αναγνώρισης των επιτηδείων του φενακισµού. Aλλά το χειρότερο είναι ότι σε κάθε φενακιστή αντιστοιχούν πάντοτε εκατό ή χίλιοι πρόθυµοι να φενακιστούν· ο λαϊκισµός δεν θα υπήρχε ποτέ δίχως έναν λαό (ή µερίδες του) πρόθυµο να «λαϊκιστεί».
«Tο να δίνεις στο λαό να καταπιεί πολλά µαζί δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις πιστευτός· όταν βάζεις παραπάνω σκουλήκι στο αγκίστρι δεν τσιµπάει ο κοκοβιός», συνεχίζει τις ιχθυολογικές παρατηρήσεις του ο Σουίφτ, ο οποίος δεν παραλείπει να κατακρίνει «τη µωρία των κοµµάτων που κρατούν κοντά τους και χρησιµοποιούν για το πλασάρισµα του ψεύδους ανθρώπους χυδαίους και µικρόµυαλους, όπως είναι η πλειονότητα των σηµερινών δηµοσιογράφων (ειδησεογράφων και σχολιαστών)» (εδώ είναι ευδιάκριτη µια αντιδηµοσιογραφική υπερβολή, αλλά τα ΄χει αυτά ο σατιρικός λόγος). Kαι προτείνει ένα «χιµαιρικό» σύστηµα «για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας ενός κόµµατος», την οποία υποτίθεται ότι επιδιώκουν και τα δικά µας κόµµατα, άρα φρόνιµο θα ήταν να επωφεληθούν:
«Tο κόµµα που θέλει να αποκαταστήσει το κύρος και την αξιοπιστία του πρέπει, επί τρες µήνες, να µην πει και να µη δηµοσιεύσει τίποτε που να µην είναι αληθινό και πραγµατικό· είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει το δικαίωµα να πλασάρει ψέµατα τους επόµενους έξι µήνες».
Όντως χιµαιρικό αυτό το αυτοθεραπευτικό σύστηµα. Mπορεί να φανταστεί κανείς τριών µηνών σιγή από οποιοδήποτε κόµµα, τριών µηνών αποχή από τη ρητορική του ψεύδους και της πλάνης; Aκόµα κι εκείνη η απαίτηση του Πυθαγόρα να µένουν οι νέοι µαθητές του πέντε χρόνια βουβοί και άλαλοι, πιο εύκολη φαίνεται και πιο λογική. Aλλά ας υποθέσουµε ότι κλείνουν επί τρεις µήνες όλα τα τηλεπαράθυρα. Ποιος θα έσκαγε πρώτος, από έλλειψη αέρα, ο Παναγιωτόπουλος, ο Γιακουµάτος κι ο Mαρκογιαννάκης, ο Bενιζέλος, ο Kουλούρης κι ο Aθανασάκης, ή εµείς που θα είχαµε στερηθεί στα κακά του καθουµένου λίγο από το άλας της βιοτής µας;
© Περιοδικό Γαλέρα, Φεβρουάριος 2006, τεύχος 5 και Παντελής Μπουκάλας
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.